- ουδετερόνιο
- τοτο νετρόνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. neutron (βλ. λ. νετρόνιο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
δευτερόνιο — Ο πυρήνας του δευτερίου, σταθερού ισοτόπου του υδρογόνου. Αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα ουδετερόνιο (νετρόνιο) και είναι το απλούστερο φυσικό σύμπλεγμα νουκλεονίων (τα συμπλέγματα διπρωτόνιο και δινετρόνιο δεν υπάρχουν σταθερά στη φύση,… … Dictionary of Greek
Ζολιό-Κιουρί — (Joliot Curie). Γάλλοι πυρηνικοί φυσικοί, που η φήμη τους συνδέεται κυρίως με την ανακάλυψη της τεχνητής ραδιενέργειας. 1. Ζαν Φρεντερίκ (Παρίσι 1900 – 1958). Σπούδασε στη σχολή φυσικής και εφαρμοσμένης χημείας του Παρισιού με καθηγητή τον Πιερ… … Dictionary of Greek